βραδυνός
Смотреть что такое "βραδυνός" в других словарях:
αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… … Dictionary of Greek
βραδινός — και βραδυνός, ή, ό (Μ βραδινός, ή, όν) 1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ 2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή) το βράδυ 3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό το βράδυ … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις — Επώνυμο 2 Ελλήνων μαθηματικών. 1. Ιωάννης (Μύρθιο, Κρήτη 1844 – Αθήνα 1921). Μετά τις σπουδές του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον έστειλε υπότροφο στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1873 και αφού διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή… … Dictionary of Greek